δεξιος

δεξιος
    δεξιός
    3
    1) правый, правосторонний

(ὦμος Hom.; χείρ Eur.; κέρας Thuc., Xen.)

; см. тж. δεξιά и δεξιόν
    2) являющийся с правой стороны, т.е. (по старинной примете) благоприятный, благосклонный

(τὸ δεξιὸν ἀγαθὸν ἐκάλουν οἱ Πυθαγόρειοι Arst.)

, предвещающий успех, сулящий счастье
    

(ὄρνις Hom.; οἰωνοί Aesch.; ἀετός, βροντή Xen.)

    3) находящийся в правой руке, (об оружии) наступательный
    

(τὰ ὅπλα τὰ δεξιὰ καὴ τὰ ἀριστερά NT.)

    4) умный, дельный, ловкий; отличный, искусный
    

(νόῳ Pind.; ἔθνος Her.; ἄνδρες Thuc., Plut.; ποιητής Arph.)

    λέγειν τι δεξιόν Arph. — сказать нечто остроумное;
    οἱ δεξιοὴ περὴ τὰς δίκας Plat. — искусные законоведы

    5) услужливый, благожелательный
    

δεξιὸν γενέσθαι τινὴ πρὸς ἀργύριον Luc. — деятельно помогать кому-л. деньгами


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "δεξιος" в других словарях:

  • δεξιός — on the right hand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • δέξιος — α, ο ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. από επίδραση τού επιδέξιος) …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό επίρρ. ά 1. ο αντίθετος του αριστερού από πλευρά θέσης: Ακρωτηριάστηκε στο δεξί του χέρι. 2. δεξιόχειρας. 3. ο οπαδός συντηρητικών πολιτικών αρχών και ιδεών: Οι δεξιοί κέρδισαν πολλές νομαρχίες της χώρας στις εκλογές. 4. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέξιος — δέξις reception fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεξής, -ιά, -ί — δεξιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξιώτερον — δεξιός on the right hand adverbial comp δεξιός on the right hand masc acc comp sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιωτέραις — δεξιός on the right hand fem dat comp pl δεξιωτέρᾱͅς , δεξιός on the right hand fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιωτέρων — δεξιός on the right hand fem gen comp pl δεξιός on the right hand masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιόν — δεξιός on the right hand masc acc sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»